φλογός — ή, όν, Α φλογερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος, η, ον] … Dictionary of Greek
φλογός — φλόξ flame fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογιώ — (I) άω, Α (ιατρ. όρος) ερεθίζομαι και κοκκινίζω, παθαίνω φλόγωση («τότε μᾱλλον τὸ πρόσωπον φλογιᾷ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. φλόξ, φλογός με κατάλ. ιῶ / ιάω (πρβλ. ὠχρ ιῶ) ή αποτελεί παρ. τής λ. φλογιά]. (II) έω, Α [φλόξ … Dictionary of Greek
πυρίφλογος — και πυρόφλογος, ον, Α αυτός που εκβάλλει φλόγες, φλογερός («ἡλίου βολαῑς πυριφλόγοις», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. ά φλογος, πολύ φλογος] … Dictionary of Greek
φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… … Dictionary of Greek
ολόφλογος — ὁλόφλογος, ον (Μ) γεμάτος φλόγες, ολοφλόγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. πολύ φλογος] … Dictionary of Greek
πολύφλογος — ον, Α αυτός που αναδίδει πολλές φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλογος (< φλόξ, φλογός «φλόγα»), πρβλ. πυρί φλογος] … Dictionary of Greek
πυροπεμψίφλογος — ον, Α αυτός που εκπέμπει φλόγες φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί ανώμαλο σχηματισμό αντί τού αναμενόμενου *πεμψι πυρό φλογος και παράγεται < θ. πυρο τής λ. πῦρ + θ. πεμψι τού πέμπω (κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος) + φλογος (< φλόξ,… … Dictionary of Greek
φερέφλογος — και φερήφλογος, ον, Μ αυτός που έχει φλόγα, φλογοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. πυρί φλογος. Το η τού τ. φερήφλογος για αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών] … Dictionary of Greek
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek
καλλίφλοξ — καλλίφλοξ, ογος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που αναδίδει ωραία φλόγα («θεοῑσιν... καλλίφλογα πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φλόξ, φλογός] … Dictionary of Greek