φλόξ, φλογός

φλόξ, φλογός
+ N 3 4-8-16-19-14=61 Gn 15,17; 19,28; Ex 3,2; Nm 21,28; Jgs 3,22(bis)
flame Ex 3,2; light, shine Wis 10,17; blade (of a flashing sword) Jgs 3,22
*Gn 15,17 φλόξ flame-להט for MT עלטה darkness
Cf. CAIRD 1969=1972 151; HARL 1986a, 166; LARCHER 1985, 955; WALTERS 1973, 322-323; WEVERS
1990, 25; →LSJ RSuppl(Jgs 3,22)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φλογός — ή, όν, Α φλογερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος, η, ον] …   Dictionary of Greek

  • φλογός — φλόξ flame fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογιώ — (I) άω, Α (ιατρ. όρος) ερεθίζομαι και κοκκινίζω, παθαίνω φλόγωση («τότε μᾱλλον τὸ πρόσωπον φλογιᾷ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. φλόξ, φλογός με κατάλ. ιῶ / ιάω (πρβλ. ὠχρ ιῶ) ή αποτελεί παρ. τής λ. φλογιά]. (II) έω, Α [φλόξ …   Dictionary of Greek

  • πυρίφλογος — και πυρόφλογος, ον, Α αυτός που εκβάλλει φλόγες, φλογερός («ἡλίου βολαῑς πυριφλόγοις», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. ά φλογος, πολύ φλογος] …   Dictionary of Greek

  • φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… …   Dictionary of Greek

  • ολόφλογος — ὁλόφλογος, ον (Μ) γεμάτος φλόγες, ολοφλόγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. πολύ φλογος] …   Dictionary of Greek

  • πολύφλογος — ον, Α αυτός που αναδίδει πολλές φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλογος (< φλόξ, φλογός «φλόγα»), πρβλ. πυρί φλογος] …   Dictionary of Greek

  • πυροπεμψίφλογος — ον, Α αυτός που εκπέμπει φλόγες φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί ανώμαλο σχηματισμό αντί τού αναμενόμενου *πεμψι πυρό φλογος και παράγεται < θ. πυρο τής λ. πῦρ + θ. πεμψι τού πέμπω (κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος) + φλογος (< φλόξ,… …   Dictionary of Greek

  • φερέφλογος — και φερήφλογος, ον, Μ αυτός που έχει φλόγα, φλογοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. πυρί φλογος. Το η τού τ. φερήφλογος για αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών] …   Dictionary of Greek

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

  • καλλίφλοξ — καλλίφλοξ, ογος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που αναδίδει ωραία φλόγα («θεοῑσιν... καλλίφλογα πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φλόξ, φλογός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”